- κωλιεῖς
- κωλίζωto be arranged according tofut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κωλιάδα — Αρχαιοελληνική θεότητα, η οποία λατρευόταν πάνω στο ομώνυμο ακρωτήριο της Αττικής (Κωλιάδα άκρα), στη σημερινή τοποθεσία Άγιος Κοσμάς, κοντά στο Ελληνικό. Αργότερα, η ονομασία αυτή αποδόθηκε στην Αφροδίτη και ταυτίστηκε με αυτήν (Κ. Αφροδίτη), το … Dictionary of Greek